- χρυσοκεντώ
- χρυσοκεντώ και χρυσοκεντάω χρυσοκέντησα, χρυσοκεντήθηκα, χρυσοκεντημένος, κεντώ κάτι με χρυσό νήμα, χρυσοϋφαίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρυσοκεντώ — άω, Ν κεντώ με χρυσή κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κεντώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ηλία Τανταλίδη] … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοκέντημα — το, Ν [χρυσοκεντώ] κέντημα με χρυσή κλωστή … Dictionary of Greek
χρυσοκέντητος — η, ο, Ν κεντημένος με χρυσή κλωστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοκεντώ. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
χρυσοκεντητής — ο, θηλ. χρυσοκεντήτρια και χρυσοκεντήτρα, Ν [χρυσοκεντώ] κεντητής που ασχολείται με το χρυσοκέντημα … Dictionary of Greek
χρυσοπλουμίζω — χρυσοπλούμισα, χρυσοπλουμίστηκα, χρυσοπλουμισμένος, διακοσμώ ύφασμα με χρυσά νήματα, χρυσοκεντώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσοστολίζω — χρυσοστόλισα, χρυσοστολίστηκα, χρυσοστολισμένος, στολίζω κάτι με χρυσάφι, χρυσοκεντώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)